Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λώτισμα — λώτισμα, τὸ (Α) [λωτίζομαι) 1. άνθος 2. μτφ. το απάνθισμα, καθετί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο («ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
λωτίσματα — λώτισμα a flower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)